περιβλεπτότης

περιβλεπτότης
-τητος, ἡ, ΜΑ [περίβλεπτος]
1. η ιδιότητα τού περίβλεπτου, το να είναι κανείς ή κάτι περιφανής/ές
2. (στο Βυζάντιο) (ως τιμητικός τίτλος) εξοχότητα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”